Πηγή : Red Notebook
Το αίτημα για δημοκρατία είναι ένα διαρκές αίτημα και μια
πολιτική περιπέτεια, με χαρακτηριστική χρονική διάρκεια και αντοχή
Της Τασίας Χριστοδουλοπούλου
Από τη Γαλλική Επανάσταση μέχρι σήμερα, έχουν περάσει
σχεδόν δυόμισυ αιώνες. Κι όμως, τα
συνθήματα της για ελευθερία, ισότητα και αδελφότητα, συνεχίζουν να συγκινούν.
Πότε ως
ιδεολογία της ανερχόμενης τότε αστικής τάξης και ως πεδίο αντιπαράθεσης
με το παλιό, πότε ως βάση στη κατάρτιση
κοινωνικών συμβολαίων, πότε ως αντίπαλο δέος στις σοσιαλιστικές ιδέες,
αλλά και σχεδόν μόνιμα ως πρόσχημα
υποκριτικών πολιτικών.
Στο σύντομο 20ο
αιώνα, για να μνημονεύσουμε και το μεγάλο μας ιστορικό Έρικ Χομσμπάουμ, που μας άφησε πρόσφατα, η δημοκρατία και οι
ελευθερίες ήταν μια διαρκής άσκηση αποφυγής και υπεκφυγής.
Παραταύτα τα αιτήματα για ισότητα, ελευθερία και
δικαιοσύνη, το αίτημα για δημοκρατία, είναι ένα διαρκές αίτημα και μια πολιτική
περιπέτεια, με χαρακτηριστική χρονική
διάρκεια και αντοχή.
Αν και η αποτυχία της και η διάψευσή της είναι
σχεδόν βιωματική, η δημοκρατία αντέχει στο χρόνο, ανεξάρτητα
από την ήπειρο, το χρώμα, την καταγωγή, την κοινωνική ή θρησκευτική θέση, όσων
τη διεκδικούν. Αποτελεί σημαία όλων των εξεγέρσεων σε όλα τα σημεία της γης.
Οι αρχές του διαφωτισμού και τα ανθρώπινα δικαιώματα
έχουν μια απίστευτη ανθεκτικότητα στο χρόνο. Μάλιστα με την κατάρρευση των
χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού,
ανέκτησαν την αίγλη τους, έστω και ως φενάκη, αφού στο όνομα τους και
για την προστασία τους, έγιναν πολεμικές επεμβάσεις στη Γιουκοσλαβία, στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν. Όταν ο λόγος για τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι
μόνο διακηρυκτικός, οδηγεί σε συγκάλυψη των πραγματικών κοινωνικών σχέσεων και
των πραγματικών στοχεύσεων. Επιτρέπει πλαστογραφίες και διορθώσεις, ώστε να
εξανθρωπιστούν και οι πιο απάνθρωπες
πολιτικές. Η κρίση και η
χρεοκοπία των μύθων του νεοφιλελευθερισμού για το θαύμα των αγορών και την
ατομική ευτυχία, υποχρέωσε τις συντηρητικές δυνάμεις να καταφύγουν σε
αναπαλαίωση σχημάτων από την παρακαταθήκη της φιλελεύθερης παράδοσης.
Ιδιαίτερα μετά την κρίση, ήταν επείγουσα η ανάγκη να
βρουν τρόπους να πάρουν αποστάσεις από
τον κακόφημο νεοφιλελευθερισμό. Όχι τόσο βέβαια, ώστε να δεσμεύονται σε θετικές
δράσεις υπέρ των κοινωνικά αδύναμων ή υπέρ της αλλαγής των θεσμών. Αλλά, τόσο
όσο χρειάζεται για να υιοθετηθεί, σε μια συγκυρία απίστευτης αδικίας, μια
ανέξοδη διακήρυξη περί ελευθερίας και αλληλεγγύης.
Και όλα αυτά σε μια χρονική στιγμή που η επίσημη μορφή διακυβέρνησης είναι το κράτος έκτακτης
ανάγκης, με πρακτικές βιοπολιτικής. Ένα κράτος που δεν χρειαζόμαστε τον Κάρλ
Σμίτ ή τον Αγκάμπεν για να το περιγράψουμε: είναι εδώ μπροστά μας. Είναι ένα
αναβαθμισμένο κράτος στην υπηρεσία της οικονομίας, που πρέπει να δρα γρήγορα
στους δικούς της ρυθμούς, χωρίς τις πολυτέλειες του κοινοβουλίου, ακόμα κι αν
είναι πλήρως ελεγχόμενο. Έτσι, στο όνομα πάντα «εκτάκτων αναγκών», εκδίδονται
πράξεις νομοθετικού περιεχόμενου με τις οποίες λαμβάνονται σοβαρές αποφάσεις με
παράκαμψη του κοινοβουλίου ή οι ιδιωτικοποιήσεις γίνονται με απλή απόφαση του
υπουργού Οικονομικών, μέσω του Ταμείου Αξιοποίησης, χωρίς την έγκριση της
βουλής.
Ταυτόχρονα, αναπτύσσονται πρακτικές αποκλεισμού και
πειθάρχησης της κοινωνίας. Η ποινική καταστολή αποκτά κεντρικότητα, για να
τρομοκρατεί, για να φρονηματίζει και να αποκλείει τους απείθαρχους και τους
περιττούς, τους μη κοινωνικά αντιπροσωπεύσιμους.
Η καταστολή ασκείται πλέον με νέους όρους, όπου ο πολίτης
αντιμετωπίζεται ως γυμνό σώμα, χωρίς δικαιώματα, στο έλεος της εξουσίας.
Οροθετικές, μετανάστες, διαδηλωτές, με τη δημοσιοποίηση των φωτογραφιών τους,
στιγματίζονται, με την άδεια του Εισαγγελέα, χωρίς τεκμήριο αθωότητας, ως
επικηρυγμένοι ληστές και οι μετανάστες αποκλεισμένοι στα στρατόπεδα
συγκέντρωσης ή στο έλεος της ρατσιστικής βίας, που δρα συμπληρωματικά.
Βασανιστήρια και εξευτελισμός κάθε έννοιας ανθρώπινης
αξιοπρέπειας και δικαίου: το μονοπώλιο της βίας ανήκει στην εξουσία και σε
όσους εκλεκτούς εκείνη το εκχωρεί, όπως οι συμμορίες της Χρυσής Αυγής, που
τυγχάνουν απόλυτης προστασίας.
Σε ένα τέτοιο σταυροδρόμι απίστευτης θεσμικής και
εξωθεσμικής βίας, κατάργησης της δημοκρατίας και ανάδειξης της ανομίας σε
κανόνα, η επίκληση των δικαιωμάτων μπορεί να αποτελεί μια ριζοσπαστική
πολιτική. Μια πολιτική που, αφού αποκρυπτογραφηθεί, οφείλει να γίνει
συγκεκριμένη.
Μπορεί να είναι ο διαφωτισμός αίτημα, ταυτότητα ή
πολιτική της αριστεράς σήμερα;
Μπορεί η αριστερά να οικειοποιηθεί το περιεχόμενο
του και να υλοποιήσει την ισότητα, την
ελευθερία και τη δικαιοσύνη, χωρίς αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων;
Κι αν τελικά η
προσπάθεια της συντηρητικής παράταξης είναι μέσω του κοινωνικού
νεοφιλελευθερισμού, να επανακτήσει
κάποια από τα ιστορικά συνθήματα της,
που τα μονοπωλεί σήμερα η αριστερά, η αριστερά πώς απαντά; Πρέπει να την
καταγγείλει ή μήπως πρέπει κατ’ αναλογία να επανοικειοποιηθεί το σοσιαλισμό,
που τόσο κακοποιήθηκε στον 20ο αιώνα;
Κι αν, ως ριζοσπαστική αριστερά, έχουμε σχεδόν συμφωνήσει
ότι είναι ανιστόρητη η επιστροφή στον Κέινς, δεν είναι εξίσου ανιστόρητη η
επιστροφή στο κράτος πρόνοιας και στο κράτος δικαίου, ή κάτι σαν κι αυτά - και
μάλιστα χωρίς ανατροπή και σύγκρουση;
Ο καπιταλισμός καταφεύγει
στο κράτος έκτακτης ανάγκης και δια της εξαίρεσης νομοθετεί και
πολιτεύεται και δια της βιοπολιτικής αποκλείει και πειθαρχεί. Το πολιτικό
σύστημα εξαντλεί τις εναλλακτικές του λύσεις, αλλά πάντα με την ίδια
προτεραιότητα: να διασωθεί το κεφάλαιο σε βάρος της εργασίας, η οικονομία σε
βάρος της πολιτικής και τα κέρδη σε βάρος των αναγκών. Όπως λέει εύστοχα ο
Ζίζεκ, στον 20ο αιώνα τα κομμουνιστικά κόμματα ήξεραν τι έπρεπε και τι ήθελαν
να κάνουν, αλλά ανέμεναν την ωρίμανση των όρων. Σήμερα, τα αριστερά κόμματα δεν
ξέρουν τι να κάνουν, αλλά δεν έχουν την πολυτέλεια να περιμένουν. Κάθε μέρα που
περνάει η καταστροφή γίνεται μη αναστρέψιμη.
Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να ανοίξει -και είναι άκρως
επίκαιρη- η συζήτηση για ισότητα, ελευθερία, αλληλεγγύη και κοινωνική
δικαιοσύνη. Αν τα διεκδικούμε σήμερα, από μια ακραία ταξική εξουσία, μπορούμε
να τα εγγυηθούμε αύριο, ως κυβέρνηση της αριστεράς, χωρίς τους αναγκαίους
κοινωνικούς μετασχηματισμούς;
Πρέπει να αρχίσουμε να μιλάμε για τα ζητήματα αυτά με
ειλικρίνεια.
Η τεχνοκρατική διαχείριση της κρίσης, λόγω της
προτεραιότητας του χρέους, την οποία κι εμείς έχουμε αποδεχθεί, δεν μας έχει
επιτρέψει μια σε βάθος συζήτηση πάνω σε αυτά τα επίδικα. Για να γίνει αυτό,
πρέπει από σήμερα να αντιστρέψουμε τη δημόσια ατζέντα. Να αναδείξουμε στο
επίκεντρο την κοινωνία και όχι το χρέος. Την
κοινωνία των αναγκών, που αυτή βρίσκεται πραγματικά σε κατάσταση
έκτακτης ανάγκης.
Κι έτσι, να θέσουμε σε προτεραιότητα την κοινωνία και όχι
την οικονομία, τις ανάγκες και όχι το κέρδος, το συλλογικό και το δημόσιο και
όχι το ατομικό και το ιδιωτικό, την κοινωνική και όχι την παραγωγική
ανασυγκρότηση, τα δικαιώματα και όχι τα προνόμια, τους θεσμούς και όχι τις
ευκαιρίες.
Αυτοί είναι στόχοι
που μπορούν να συμπυκνωθούν και σε ένα όραμα. Όλα τα άλλα που λέμε είναι τα
μέσα. Μπορεί να είναι εύστοχα ή όχι, αξιόπιστα ή λιγότερα αξιόπιστα, ρεαλιστικά
ή όχι, αναγκαία ή μη, καλά ή κακά, αλλά είναι μέσα. Χρήσιμα οπωσδήποτε. Πριν
από αυτά όμως, πρέπει να περιγράψουμε την κοινωνία που θέλουμε, σε τέτοιες
εποχές, σαν τις σημερινές, όπου καμιά πολιτική δύναμη δεν έχει όραμα και
ταυτότητα. Όπου οι καθεστωτικές δυνάμεις διαχειρίζονται το σήμερα με ορίζοντα την
εκταμίευση της επόμενης δόσης, μπορεί να
είναι συγκριτικό μας πλεονέκτημα να
μιλάμε και με τους όρους ενός μέλλοντος. Να επεξεργαστούμε και να καταθέσουμε
ένα όραμα που να συγκινεί, πρώτα απ’ όλα εμάς και μετά την κοινωνία.
Όταν ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ έκανε τη δική του πορεία προς
το λαό των ΗΠΑ, γύριζε όλες τις πολιτείες, με το σύνθημα "έχω ένα
όνειρο"- όραμα που συνέγειρε τους ανθρώπους. Αυτή την ανάγκη καλούμαστε να
καλύψουμε άμεσα, ώστε να μην συνεχίσουν αυτά τα συνθήματα, όπως το σύνθημα της
κοινωνικής δικαιοσύνης, να είναι στο χώρο της ουτοπίας...
To κείμενο αποτελεί παρέμβαση της Τασίας
Χριστοδουλοπούλου στην εκδήλωση που διοργάνωσαν οι «Αναγνώσεις» και τα
«Ενθέματα» της Αυγής, το Ινστιτούτο «Νίκος Πουλαντζάς» και το Red Notebook
(13.10.2012)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου