Πηγή : Το Βυτίο
Κοιτάει τον καλοσιδερωμένο άντρα με το εξαιρετικά γυαλισμένο μαύρο παπούτσι, καθώς αιωρείται πάνω απ’ τον ξαπλωμένο άντρα στα σκαλιά της Ασκληπιού. Ο άντρας με το γκρι κοστούμι σχεδόν πηδάει πάνω απ’ τον άστεγο για να ανέβει τα τρία σκαλιά της εισόδου της πολυκατοικίας, στην οποία βρίσκεται το γραφείο του. Βλέπει την αντιστοιχία. Και ο ίδιος πάνω από κάποιο ανώνυμο, παγωμένο πόδι πρέπει να περάσει κάθε πρωί.
Στην είσοδο του γραφείου, στην έξοδο του μετρό, πέντε μέτρα παρακεί απ’ τα σταρμπακς, λίγο μετά το ΑΤΜ. Γεμίσαμε άυπνους ημικοιμισμένους, νεκροζώντανους με πλαστικά ποτήρια στο χέρι, κουβέρτο-πεζοδρόμια. Για να φτάσει στο προορισμό του πρέπει να παίζει διαρκώς ένα ιδιότυπο κουτσό, να σηκώνει προσεχτικά το πόδι, να κινείται σε ένα ατέλειωτο ναρκοπέδιο. Πτώματα ζωντανών σπαρμένα ανάμεσα στα πόδια βιαστικών ημιαπασχολούμενων.
Καμιά φορά σκέφτεται ότι πρέπει να υπάρχει ένα μαγικό σκοινί. Κάτι που μας κρατάει δεμένους. Ένα σκοινί που κρατάει δεμένα τα μικρά κομμάτια. Αυτά που μας επιτρέπουν να λέμε «η ζωή συνεχίζεται». Ένα σκοινί που ενώνει μισές αλήθειες και χωρίζει ότι υπάρχει ως αίσθημα μεταξύ στομαχιού και μυαλού.
Ένα σκοινί που εξηγεί με θαυμαστή ετοιμολογία όλα τα παγωμένα πόδια, όλα τα σερνόμενα βήματα, όλες τις εντός συστήματος αδικίες, όλες τις παρανοήσεις και τις δικαστικές πλάνες. Ένα σκοινί που εκλογικεύει, εσωτερικεύει, αναλύει, κατακερματίζει τις δραστηριότητες, τις μέρες, τις νύχτες. Θρανίο, μάθηση, εξετάσεις, επαγγελματικός προσανατολισμός, επαγγελματική επιτυχία, κοινωνική καταξίωση. Καθισμένος αναπαυτικά στον καναπέ που κέρδισες με τον ιδρώτα σου απολαμβάνεις τη σύνοψη της θυσίας σου. Θρίαμβος, η αντανάκλαση της χειρότερης εκδοχής σου στο σαλόνι. Όλα είναι φωτισμένα, σκηνοθετημένα, μακιγιαρισμένα, τοποθετημένα, λαμπερά, έχουν χάπι έντ και έτσι λες – με μια μικρή όλο και πιο συχνή νύστα – «η ζωή συνεχίζεται» .
Αυτό το σκοινί, δεν μας επιτρέπει να φωνάξουμε, παρά επιβάλλει να έχουμε αίτημα. Δεν μας επιτρέπει να βρεθούμε παρά αν δομηθούμε, αν εκπροσωπηθούμε, αν γίνουμε μέλη, μέρη, φορείς. Δεν επιτρέπει τις ιδέες, παρά κάνει αναγκαίες τις θεωρίες. Τις θεωρίες που υποτάσσουν, συστηματοποιούν, τετραγωνίζουν, φτιάχνουν εκατομμύρια μικρά κουτάκια. Κουτάκια που επιτρέπουν να χωρέσουν όλα όπως πρέπει να χωρέσουν. Τίποτα δεν περισσεύει, τίποτα δεν κρέμεται. Όλα είναι στοιχημένα, τακτοποιημένα και κωδικοποιημένα. Κι έτσι λες – με μια μικρή πού και πού τύψη – «η ζωή συνεχίζεται».
Παριστάνοντας άλλη μια φορά τον ακροβάτη, πάνω από ένα ποτήρι, πάνω από ένα απλωμένο χέρι, δίπλα από ένα γερμένο κεφάλι, σκέφτεται. Σκέφτεται ότι κάποτε αυτό το σκοινί, δεν μπορεί αλλιώς, θα κοπεί. Τότε θα σπεύσει από συνήθεια, φόβο ή ανία να το δέσει γρήγορα ένα κόμπο. Μόνο που τότε θα πρέπει να αποφασίσει. Να πατήσει πάνω στο κόμπο, να τοποθετήσει εκεί γερά το παπούτσι του και να προσπαθήσει να ανέβει, να σκαρφαλώσει, να ξεπεράσει πια αυτόν το βράχο που έχει στηθεί μπροστά στη ζωή και παριστάνει τη ζωή. Να φτάσει κάπου αλλού, στον τόπο που δεν υπήρξε ακόμη και που δεν χρειάζεσαι σκοινί να τα ενώνει όλα, δεν χρειάζεται να λες «η ζωή συνεχίζεται», μπας και συνεχιστεί.
Ή να το πάρει τελικά απόφαση. Αντί για κόμπο, να φτιάξει μια καλή θηλιά, να την σφίξει γύρω απ’ το ωραίο λευκό του κολάρο και να πάει στο διάολο πια. Κάποτε, η ζωή του ακροβάτη δεν θα έπρεπε έτσι απλά να συνεχίζεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου